Φωτογραφία του ποιητή σε νεαρή ηλικία, που βρίσκεται στο χώρο του σπιτιού του, στο Λεωνίδιο.
Ο Κώστας Ουράνης (πραγματικό όνομα Κώστας Νιάρχος ) γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη το 1890, αλλά τα πρώτα παιδικά και νεανικά του χρόνια,
τα έζησε στο Λεωνίδιο. Ο πατέρας του Νικόλας Νιάρχος καταγόταν από τη
Κουνουπιά της Νότιας Κυνουρίας κι η μητέρα του Αγγελική Γιαννούση από το Λεωνίδιο.
Τα πρώτα του χρόνια στο Λεωνίδιο διαμόρφωσαν και το χαρακτήρα του.
Όλη η ατμόσφαιρα του Λεωνιδίου, τα μελαγχολικά φθινόπωρα, ο κοκκινόβραχος,
ο κάμπος με τα περιβόλια, η θάλασσα , το άρωμα από τους πορτοκαλεώνες,
ο Δαφνώνας με τα πλατάνια και τις πικροδάφνες, απέναντι από το σπίτι του,
αλλά και ο συντηρητισμός της κοινωνίας, η θρησκοληψία
και το αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον,
τον επηρέασαν βαθύτατα.
Σε μια επιστολή του προς τον φίλο του ποιητή
Ναπολέοντα Λαπαθιώτη το 1909, γράφει..
Λεωνίδιον
Ναπολέων μου,
Σου γράφω κι είναι νύχτα..
Αντίκρυ απ το παράθυρό μου το τρεμουλιάρικο φως ενός φαναριού
-του μόνου εξοχικού καφενείου του χωριού μου,
μάταια προσπαθεί να φωτίσει μέσα απ΄τον αδιαπέραστο
πέπλο της μαύρης νύχτας, τα γύρω σπίτια που κοιμούνται
έναν βαρύ ύπνο και το μόνο που κατορθώνει, είναι
να κάνει ακόμα πιο αμφίβολες τις σκιές των λίγων θαμώνων,
που ξαπλωμένοι στις καρέκλες των κυτάνε τ΄άστρα
και προσπαθούν να χωνέψουν το φαί τους,
με το δροσερό νερό του δίπλα πηγαδιού...
Αλήθεια έτσι και στην ψυχή μου το μικρό γραμματάκι σου,
κάτι ζητάει να ρίξει παρηγοριά που την γυρεύω
-μα αντίς αυτό με κάνει ακόμα πιο μελαγχολικό ακόμα πιο απαισιόδοξο,
εδώ πέρα στο χωριό μου με τους ψηλούς του βράχους
και τις πράσινες φυλλωτές πλατάνες του..
Και σε άλλο σημείο...
"Πνίγομαι εδώ πέρα και θέλω από κάπου να πιαστώ, γιατί μ αρέσει να ζώ.
Ισως αυτό είναι το μόνο που μου αρέσει.."
Αργότερα όμως, στα πρώτα του ποιήματα, γράφει
"Νοσταλγικά τα πράσινα θυμάμαι περιβόλια
και το λευκό σπιτάκι μας στις αχλαδιές κρυμμένο
στα παραθύρια του άνθιζαν βασιλικός και ρόδα
και το μπαλκόνι του ήτανε μ΄αγιόκλημα ζωσμένο.."
Κοντά στο Λεωνίδιο έπληττε και μακριά του το νοσταλγούσε,
οπότε γύρω στο 1937 ήδη ανανωρισμένος και πολυταξιδεμένος
γράφει στην Αθήνα, το ποίημα
"Επιστροφή"
Λενίδι όσο τα χρόνια μου περνάνε και γερνάω
σ΄αποζητώ σαν ήρεμο καλόβολο λιμάνι:
-μα τάχα από της νιότης μου τους γνώριμους και φίλους,
πόσοι θα με ξεχάσανε και πόσοι έχουν πεθάνει?
Ως τόσο θάρθω μια γλυκειά του χινοπώρου μέρα
που αργές καμπάνες θα χτυπάν τον άτρεμον αγέρα
και που όλα θάνε σιωπηλά, στοχαστικά και θάναι
οχι ως να υποδέχονται, μα ως να ξεπροβοδάνε.
Πόρτες σπιτιών μισάνοιχτες να βλέπουν ποιός περνάει,
βασιλικοί που ανθίζετε σε κάποια παραθύρια,
η νοσταλγία μου κι εγώ θα΄ρθούμε μιαν ημέρα,
ατσίγγανοι πλανητικοί,να στήσουμε τσαντήρια..
Ναί κάποτες θάρθω κι εγώ από τα πλάνα ξένα
σαν τα καράβια τα παληά,τα θαλασσοδαρμένα:
-μα θάμαι ως οι απόμαχοι-το ξέρω!-καπετάνιοι
που δεν μπορούνε να μην πάν μια μέρα ως το λιμάνι..
Το σπίτι όπου μεγάλωσε
Στο εσωτερικό του σπιτιού τα ταβάνια είναι περίτεχνα ζωγραφισμένα ,
όπως συνηθιζόταν στα αρχοντικά εκείνης της εποχής.
Το σπίτι είναι ανακαινισμένο και συντηρημένο,
από τον σημερινό ιδιοκτήτη κ.Νίκο Τροχάνη, ανηψιό του ποιητή,
τον οποίο και ευχαριστώ που μου επέτρεψε να το φωτογραφίσω.
Ο Ουράνης έγραψε πολλά και σπουδαία ποιήματα, δοκίμια, διηγήματα
και μικρές πρόζες ενώ μετέφρασε αρκετά ξένα έργα στα ελληνικά.
Ενα από τα πολύ όμορφα ποιήματά του, είναι αυτό για την αγάπη
Ἡ ἀγάπη
Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.
Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.
Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.
Η μεγάλη αγάπη του ποιητή για τα ταξίδια εκπληρωνόταν μέσα από την εργασία του,
αφού ως ανταποκριτής και δημοσιογράφος μπόρεσε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.
Επόμενο ήταν να γράψει και αρκετά ταξιδιωτικά βιβλία.
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πῶς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!
Η εύθραυστη υγεία του ( έπασχε απο φυματίωση),
τον ταλαιπώρησε πολύ και νοσηλεύτηκε για αρκετά διαστήματα
στο Σανατόριο Παπανικολάου στα Μελίσια της Αττικής,
όπου και πέθανε το 1953 από ανακοπή καρδιάς.
Λίγο πριν πεθάνει γράφει στα "Τελευταία σχεδιάσματα"
τους παρακάτω στίχους..
Τελευταῖα Σχεδιάσματα
(ἀπόσπασμα...)
Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς...
...
Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!